- νιόβγαλτος
- -η, -οβλ. νεόβγαλτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιόβγαλτος — η, ο ο πρωτόβγαλτος, ο αρχάριος, ο πρωτόπειρος: Είναι νιόβγαλτος στο εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόβγαλτος — και νιόβγαλτος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά ασχολείται ή επιδίδεται σε κάτι, ο άπειρος, ο πρωτάρης («νεόβγαλτος στη δικηγορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βγαλτος (< βγάζω)] … Dictionary of Greek
φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] … Dictionary of Greek
νεόβγαλτος — η, ο βλ. νιόβγαλτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιντανάκι — το (υποκορ. του φιντάνι βλ. λ.) 1. νεαρός βλαστός, τρυφερό βλαστάρι, βλασταράκι: Φιντανάκι τριανταφυλλιάς. 2. μτφ., ο νέος άνθρωπος, ο νιόβγαλτος, το τρυφερούδι: Φιντανάκι είναι κι όλο βόλτες πάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)